- σύγγαμος
- σύγγαμοςunited in wedlockmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγγαμος — ο / σύγγαμος, ον, ΝΑ νεοελλ. γένος παρασιτικών νηματωδών σκωλήκων, στους οποίους οφείλεται η νόσος τών πτηνών συγγάμωση αρχ. 1. έγγαμος 2. (γενικά) αυτός που συνδέεται με γάμο 3. αυτός που μετέχει στη συζυγική κλίνη άλλου, ο μοιχός 4. το αρσ. και … Dictionary of Greek
σύγγαμον — σύγγαμος united in wedlock masc/fem acc sg σύγγαμος united in wedlock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγάμου — σύγγαμος united in wedlock masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
συγγάμωση — η, Ν (κτην.) παρασιτική νόσος τών αναπνευστικών οδών τών πτηνών, η οποία προκαλείται από τους νηματώδεις παρασιτικούς σκώληκες συγγάμους, κν. ασθένεια τού κόκκινου σκουληκιού, ασθένεια τού διχαλωτού σκουληκιού ή ασθένεια τού χασμουρητού. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
συγγαμία — η, ΝΑ [σύγγαμος] νεοελλ. βιολ. 1. η συγχώνευση ενός αρσενικού με έναν θηλυκό γαμέτη κατά τη γονιμοποίηση οργανισμών οι οποίοι αναπαράγονται με φυλετική αναπαραγωγή, συγχώνευση που καταλήγει στη δημιουργία τού ζυγωτού 2. σπάνια μορφή αναπαραγωγής … Dictionary of Greek
συγγαμώ — έω, Α [σύγγαμος] παντρεύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
φιλοσύγγαμος — ον, Α φιλοσύζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σύγγαμος «σύζυγος»] … Dictionary of Greek
ξυγγάμοισι — συγγάμοισι , σύγγαμος united in wedlock masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)